- κολλικοφαγος
- κολλικοφάγοςκολλῑκο-φάγος2шутл. поедающий ячменные булки
(Βοιωτοί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Βοιωτοί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
κολλικοφάγε — κολλῑκοφάγε , κολλικοφάγος roll eating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλικοφάγου — κολλῑκοφάγου , κολλικοφάγος roll eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)